- ψολοκομπία
- ψολοκομπίᾱ , ψολοκομπίαthunderous talkfem nom/voc/acc dualψολοκομπίᾱ , ψολοκομπίαthunderous talkfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψολοκομπία — ἡ, Α (κωμική λ.) μεγαλαυχία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κόμπος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ψολοκομπίαι — ψολοκομπία thunderous talk fem nom/voc pl ψολοκομπίᾱͅ , ψολοκομπία thunderous talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπίαις — ψολοκομπία thunderous talk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπίας — ὁ, Α [ψολοκομπία] (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ ψολοκομπίαι «ἀλαζόνες, κομπασταί» … Dictionary of Greek